- καταστρηνιώ
- καταστρηνιῶ, -άω (Α)φέρομαι υβριστικά, ακόλαστα σε κάποιον («ὅταν γὰρ [αἱ χῆραι] καταστρηνιάσωσι τοῡ Χριστοῡ», ΚΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + στρηνιῶ «ασωτεύω, ακολασταίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταστρηνιῶ — καταστρηνιάω behave wantonly towards pres imperat mp 2nd sg καταστρηνιάω behave wantonly towards pres subj act 1st sg (attic epic ionic) καταστρηνιάω behave wantonly towards pres ind act 1st sg (attic epic ionic) καταστρηνιάω behave wantonly… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρηνιάζ — καταστρηνιάζω (Μ) φλέγομαι, αφηνιάζω από ερωτικό πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστωτικός τ. τού καταστρηνιῶ από τον αόρ. κατ ε στρην ίασα υποχωρητικά, κατά το σχήμα αφ ην ίασα: αφ ην ιάζω] … Dictionary of Greek